- αθορύβητος
- η , ο [ос, ον]1) невозмутимый, безмятежный, спокойный;
τό αθορύβητο της ψυχής — душевное спокойствие;
2) бесшумный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό αθορύβητο της ψυχής — душевное спокойствие;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀθορύβητος — undisturbed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθορύβητος — η, ο (Α ἀθορύβητος, ον) [θορυβῶ] αυτός που δεν θορυβείται, γαλήνιος, ατάραχος νεοελλ. ο αθόρυβος αρχ. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀθορυβητότατον, πνευματική αταραξία, ηρεμία … Dictionary of Greek
αθορύβητος — η, ο ατάραχος: Όλοι είχαν ταραχτεί, αυτός όμως έμενε αθορύβητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθορυβητότατον — ἀθορύβητος undisturbed masc acc superl sg ἀθορύβητος undisturbed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβητον — ἀθορύβητος undisturbed masc/fem acc sg ἀθορύβητος undisturbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)